…Η γυναίκα μου κι εγώ βρισκόμαστε στο Σεβδίκιοϊ, ένα Ελληνικό χωριό πού απέχει μερικά μίλια απ’ τη Σμύρνη, επάνω στην Οθωμανική Σιδηροδρομική γραμμή, όταν έφθασαν ειδήσεις ότι ο Ελληνικός στρατός έπαθε σοβαρές ήττες. Οι φήμες αυτές δεν έγιναν στην αρχή πιστευτές, διαδίδονταν όμως ολοένα περισσότερο επίμονα και έφερναν στον πληθυσμό την αγωνία και το φόβο.
Τελικά η διήγηση έγινε βεβαιότητα. Έφτασαν επίσημες ειδήσεις ότι ο Ελληνικός Στρατός είχε υποστεί μια τρομερή και ανεπανόρθωτη ήττα και ότι τίποτε δεν εμπόδιζε πλέον τους Τούρκους να κατέβουν στην παραλία. Ο πληθυσμός άρχισε να φεύγει, στην αρχή λίγοι, υστέρα όλο και περισσότεροι, ωσότου η φυγή εξελίχθηκε σε πραγματικό πανικό.
Η πόλη είχε γεμίσει σχεδόν από πρόσφυγες απ’ το εσωτερικό. Οι περισσότεροι απ’ τους πρόσφυγες αυτούς ήταν μικροί αγροκτηματίες πού είχαν ζήσει στα αγροκτήματα πού είχαν κληρονομήσει από τους προγόνους τους από πολλές γενεές. Οι προγονοί τους είχαν εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία πριν οι Τούρκοι αρχίσουν ν’ αναπτύσσονται σε έθνος. Ήταν παιδιά της γης αυτής, ικανοί να ζήσουν και να περιθάλπτουν τους εαυτούς των μέσα στα μικρά τους σπίτια και πάνω στα λίγα στρέμματα γης τους, έχοντας η κάθε οικογένεια την αγελάδα της, το γαϊδούρι της και την κατσίκα της. Παρήγαν μάλιστα και καπνό, σύκα, σταφύλια χωρίς σπόρο, και άλλα προϊόντα για εξαγωγή. Ήσαν πολύ έμπειροι στο να καλλιεργούν και να επεξεργάζονται τις καλύτερες ποιότητες καπνού σιγαρέττων και την ανεκτίμητη σταφίδα, της οποίας η Μικρά Ασία παρήγαγε τελευταία την καλύτερη ποιότητα του κόσμου.
Το πολύτιμο αυτό στοιχείο των γεωργών πού αποτελούσε τη σπονδυλική στήλη της ευημερίας της Μικράς Ασίας μετατράπηκε σε επαίτες, πού εξαρτώνταν αποκλειστικά απ’ την ευσπλαγχνία των Αμερικανών.