Ι. Εσωτερική αγορά überalles
Από την υπογραφή των ιδρυτικών Συνθηκών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΟΚ, ΕΚΑΧ, ΕΚΑΕ) τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα, οι επιχειρηματικές ελευθερίες και ο «ανόθευτος» ανταγωνισμός, δηλαδή οι ελευθερίες του κεφαλαίου, προηγούνται σε σχέση με τα δικαιώματα και μέτρα προστασίας της εργασίας. Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται τόσο στη δομή των Συνθηκών, όπου οι οικονομικές ελευθερίες εχουν περίοπτη θέση, ενώ λείπει αντίθετα μια λίστα θεμελιωδών ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όσο και στα νομικά εργαλεία και το πεδίο δράσης της ΕΕ, που είναι αντίστοιχα ισχυρά και ευρεία στην περίπτωση των «οικονομικών ελευθεριών», με άμεσες εξουσίες κύρωσης, ενώ αντίθετα πολύ περιορισμένα στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής. Συναφώς, οι εταιρίες έχουν άμεση πρόσβαση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Λουξεμβούργου (ΔΕΕ), για να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους που θίγονται π.χ. από αποφάσεις της Κομισιόν σε θέματα ανταγωνισμού, ενώ αντίθετα για τα συνδικάτα δεν υπάρχει καμία ειδική ούτε γενική πρόβλεψη για την υπεράσπιση των εργατικών κεκτημένων έναντι σε νομοθετήματα της ΕΕ που τα αποψιλώνουν.
Υποτίθεται βέβαια ότι οι αναδιανεμητικές πολιτικές, όπως η κοινωνική και η φορολογική, έχουν αφεθεί βασικά στην αρμοδιότητα των Κρατών, δηλαδή στο επίπεδο μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, ενώ τα «τεχνοκρατικά» θέματα της οικονομίας και της επίβλεψης των αγορών τα αναλάμβανε η ΕΕ. Αλλά αυτή η διάκριση ούτε απόλυτη ούτε σαφής είναι, και στην πραγματικότητα το πεδίο των οικονομικών ελευθεριών – πυλώνων της ΕΕ, έχει de facto και de jure επεκταθεί και συρρικνώσει τις δυνατότητες άσκησης εθνικής κοινωνικής πολιτικής και οργάνωσης των εργασιακών σχέσεων, ανάγοντας μισθούς, κοινωνικές παροχές και εταιρική φορολογία είτε σε παράγοντες ανταγωνισμού και δείκτες ανταγωνιστικότητας, που πρέπει να προσαρμοσθούν αναλόγως, είτε σε εμπόδια για την πραγματοποίηση της εσωτερικής αγοράς που πρέπει απλά να εξαλειφθούν. Πρόσφατο παράδειγμα τέτοιου επεκτατισμού αποτελεί το πακέτο της οικονομικής διακυβέρνησης, που βάζει ολόκληρους τους κρατικούς προϋπολογισμούς υπό εποπτεία ΕΕ, ενώ κατά καιρούς το ΔΕΕ έχει ερμηνεύσει ως εμπόδια στην εσωτερική αγορά το κλείσιμο οδικών αρτηριών από διαμαρτυρόμενους αγρότες[1], αλλά και, όπως θα συζητηθεί στη συνέχεια, τη συνδικαλιστική δράση.