Έπειτα, οι καλύτεροι γνώστες του θέματος μού εξήγησαν πως η αναφορά των τροϊκανών στο 11ωρο ανάπαυσης αφορά την ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε δύο βάρδιες εργασίας. Αυτά παθαίνει κανείς όταν προχωρεί με το θράσος της αγνοίας ή της ημιμαθείας του.
Μια πιο ψύχραιμη σκέψη, μετά την αυτοκριτική, με οδήγησε στο επόμενο συμπέρασμα: μια χαρά τα λέει η τρόικα εξωτερικού. Η εισήγησή τους είναι απολύτως συνεπής με την περί ζωής αντίληψή της. Εφόσον η κοινωνία υπάρχει υπέρ της οικονομίας, η παραγωγή υπέρ της αγοράς, οι παραγωγοί υπέρ της ευρωστίας των επιχειρήσεων και τα κράτη υπέρ των δανειστών τους, δεν υπάρχει κανένας λόγος η «εσωτερική υποτίμηση» που υφίσταται το ανθρώπινο δυναμικό σε επίπεδο μισθών και εισοδημάτων, δηλαδή στο σκέλος του χρήματος, να μη συμπληρωθεί από μιαν αντίστοιχη «εσωτερική υποτίμηση» στο σκέλος του χρόνου. Ο χρόνος είναι χρήμα, αυτή η θεμελιώδης συνάρτηση ουδόλως έχει αμφισβητηθεί ακόμη και στην Ελλάδα της μνημονιακής καταστροφής, είτε αφορά τα δάνεια και τον χρόνο εξόφλησής τους είτε αφορά τον μισθό και τον χρόνο απασχόλησης.
Αυτή η αντίληψη καταλήγει σε κάτι ακόμη πιο βαθύ που γυρίζει τον ευρωπαϊκό «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» στις ρίζες από τις οποίες προφανώς δεν αποκόπηκε ποτέ, στον βικτωριανό «χρυσό αιώνα» που μετέτρεψε τα ανθρώπινα σώματα σε άθλια αναλώσιμα μιας εκρηκτικής μεγέθυνσης. Και τότε, δύο αιώνες πριν, το κριτήριο της εκμετάλλευσης δεν ήταν μόνο το άθλιο ημερομίσθιο και το εξουθενωτικό ωράριο, αλλά και ο ελάχιστος χρόνος ανάπαυσης, τόσος που να επιτρέπει στα ανθρώπινα υποζύγια να επιστρέψουν όρθια στο επόμενο 12ωρο ή 14ωρο εργασίας. Σ’ αυτό το σχήμα ανθρώπινου χρόνου δεν είχε θέση ούτε το συμβατικό 24ωρο, ούτε καν ο φυσικός χρόνος, ο καθορισμένος από την ανατολή και τη δύση, τη μέρα και τη νύχτα, την περιστροφή της Γης περί τον Ήλιο και τον εαυτό της. Εξ ου και η «αστοχία υλικού» που έκανε κυριολεξία το παροιμιώδες «με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα βάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφούν;».