«Καταλαβαίνω πως ως πολιτικός ένα από τα καθήκοντα σας είναι και οι συλλογή «ψηφαλακίων» [...] αλλά υπάρχουν και όρια κύριε Πρωθυπουργέ» έγραφε ο Ζαν Κοέν, στην ανοιχτή επιστολή του προς τον Α. Σαμαρά, ύστερα από την επίσημη επίσκεψή του στο Ισραήλ.
Αφορμή αποτέλεσε η άρνηση του πρωθυπουργού να φορέσει το περίφημο καπελάκι κιπά, το εβραϊκό σύμβολο της πίστης. «Ως άνθρωπος της πολιτικής επικοινωνίας» συνέχιζε ο πρώην σύμβουλος της οικογένειας Μητσοτάκη και πάλαι ποτέ «άτυπος πρεσβευτής» του Ισραήλ «καταλαβαίνω πως μία φωτό με κιπά δεν θα καθόταν καλά με τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής που τόσο θέλετε να προσελκύστε».
Ο Ζαν Κοέν είχε εν μέρει δίκιο: Ακολουθώντας το παράδειγμα ομοϊδεατών της σε όλη την Ευρώπη η ελληνική ακροδεξιά, υπό την ηγεσία του A. Σαμαρά, επιχειρεί να συσφίξει τις σχέσεις της με το κράτος του Ισραήλ χωρίς παράλληλα να θίξει τα αντισημιτικά ένστικτα των οπαδών της. Το πρόβλημα ήταν ότι πίσω από την «αγέροχη» στάση του ακροδεξιού πρωθυπουργού κρυβόταν μια από τις ταπεινωτικές διαπραγματεύσεις που έχει πραγματοποιήσει ελληνική αποστολή τον τελευταίο αιώνα.
Καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές το πρακτορείο Reuters αποκάλυπτε ότι η ισραηλινή εταιρεία επενδύσεων Invel Real Estate βρισκόταν στα τελικά στάδια εξαγοράς του 66% της «Εθνικής Πανγαία ΑΕΕΑΠ», που περιλαμβάνει την ακίνητη περιουσίας της Εθνικής τράπεζας. Προκειμένου όμως να πληρώσει τα 600 εκ. ευρώ, στα οποία ορίστηκε το αντίτιμο, η Invel θα δανειζόταν από… την Εθνική. Ουσιαστικά δηλαδή θα τους δώσουμε ένα τμήμα των χρημάτων που χρειάζονται για να αγοράσουν κοψοχρονιά τη δημόσια περιουσία.