<<Ο φόβος φιλά τα έρμα». Πως αλλιώς να ερμηνευθεί ότι ένα μαλακό καθεστώς μιας χούφτας ανθρώπων κρατάει τον ελληνικό πληθυσμό υπό καταστολή όταν τα όπλα δεν αρκούν για να κάνουν το ίδιο σε γειτονικούς πληθυσμούς;
Πολλά χάσαν οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια. Και με κάθε μέρα χάνουν όλο και περισσότερα. Το πρώτο πράμα που χάσαν ήταν την κριτική τους ικανότητα. Μετά την αξιοπρέπεια τους. Μετά τις ευαισθησίες τους. Μετά ακολούθησαν όλα τα υπόλοιπα. Το χέρι του άρπαγα ελάχιστες αντιστάσεις βρήκε σε έναν πληθυσμό που βρισκόταν σε ένα διαρκή λήθαργο.
Πολλά χάσαν οι Έλληνες. Αυτό που δε χάσαν εντελώς όμως ήταν η βολή τους. Η βολή του να έχεις έστω ένα μισθό, μια οικογένεια ή να συμβιβάζεσαι με τα όποια εισοδήματα των γονέων σου. Και αυτή η βολή θα τον κρατούσε προσκολλημένο στο άρμα των εξελίξεων που θα τον πλήγωνε όλο και περισσότερο , όλο και βαθύτερα.
Κανείς δε θα εμπόδιζε αυτόν τον βαθιά συντηρητικό και εξαρτημένο από το σύστημα πληθυσμό να αναπτύξει αιτήματα- αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη, για δημοκρατία, για αξιοπρέπεια.
Αυτές οι εντελώς ασυμβίβαστες καταστάσεις της υποτακτικότητας και της επαναστατικότητας έχουν οδηγήσει πολλούς πολίτες στη ¨λύση¨ της πολιτικής και κοινωνικής σχιζοφρένειας όπου το ίδιο πρόσωπο μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο συστημικό και κατά βούληση μεταμορφώνεται σε έναν ακόμη θεωρητικό της επανάστασης. Γιατί θεωρητικούς της επανάστασης έχουμε πολλούς. Εκεί που παρατηρείται έλλειψη είναι στην έμπρακτη εφαρμογή του θεωρητικά ορθού. Ακόμη και σήμερα ακούω άτομα μεγάλης ηλικίας να λένε γιατί δεν τους πιάνουν, ή γιατί δεν κάνουν κάτι, θεωρώντας ότι δρα μια ανώτερη ή αόρατος αρχή που προστατεύει το δίκαιο ή τη δημοκρατία. Πολλοί περισσότεροι φωνάζουν φέρτε πίσω τα κλεμμένα λες και η αρχική πρόθεση των κλεφτών ήταν να επιστρέψουν τα κλοπιμαία στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους και όχι να τα διοχετεύσουν στα τοπικά ή διεθνή δίκτυα κλεπταποδόχων- στην περίπτωση μας κερδοσκόπων.
Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν που η πολύτροπη διεθνής κερδοσκοπία κάνει περίπατο σε μια χώρα που δεν είχε το σθένος να αντιπαλέψει την εγχώρια αλητεία και ασυδοσία όταν ίσως ακόμη μπορούσε.