Μπαίνουμε ίσως στο πιο αποφασιστικό δεκαήμερο ύστερα από τις εκλογές. Η χρηματοδοτική ασφυξία του ελληνικού Δημοσίου έχει φτάσει στο οριακό σημείο όπου είναι αδύνατο πλέον να συνεχίσουν να πληρώνονται ταυτόχρονα μισθοί και συντάξεις αλλά και τοκοχρεολύσια του κρατικού χρέους, οπότε η κλεψύδρα του πολιτικού χρόνου αδειάζει. Είναι η ώρα που δεν μπορεί να «αγοραστεί» χρόνος και που τα διλήμματα γίνονται απόλυτα. Είναι η ώρα των μεγάλων και καθαρών αποφάσεων.
Το δίλλημα
Ύστερα από τη συνάντηση Μέρκελ-Τσίπρα, η Γερμανίδα καγκελάριος δήλωσε ότι πλέον δεν είναι οι δανειστές που βιάζονται αλλά η ελληνική κυβέρνηση, που είναι αναγκασμένη να «τρέξει» με τις«μεταρρυθμίσεις», ώστε να ανοίξει η στρόφιγγα της χρηματοδότησης. Πράγματι, η συμφωνία...
στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου δεν εξασφάλισε ανάσα χρόνου για την κυβέρνηση αλλά για τους δανειστές. Καθώς δεν προέβλεπε καμία χρηματοδότηση του ελληνικού Δημοσίου για το άμεσο διάστημα του Μαρτίου και του Απριλίου, η κυβέρνηση βρέθηκε «με το πιστόλι στον κρόταφο», να πρέπει να πληρώνει τόσο μισθούς και συντάξεις όσο και τοκοχρεολύσια, ενώ τα ρευστά διαθέσιμα δεν επαρκούσαν για την κάλυψη και των δύο αυτών κατηγοριών δαπανών. Έχοντας αποκλείσει τη στάση πληρωμών στα τοκοχρεολύσια, η κυβέρνηση κατέφυγε στη «λύση» να «σκουπίσει», δεσμεύοντας με repos, τα ρευστά διαθέσιμα οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα για να συνεχίσει να πληρώνει τους τοκογλύφους. Ο χρόνος που κερδήθηκε έτσι είναι πληρωμένος με «αίμα»: αυτά τα χρήματα πρέπει να επιστραφούν σύντομα στα ταμεία των οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για να μην κάνουν αυτοί πλέον στάση πληρωμών σε δικές τους πιεστικές ανάγκες.
Στο μεταξύ όμως, ακόμη κι έτσι, και αυτή η πηγή ρευστότητας έχει «στραγγίξει». Τώρα η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη είτε να επιβάλει με νομοθετική ρύθμιση τη δέσμευση ρευστών διαθεσίμων και άλλων οργανισμών, για να «κερδηθεί» λίγος ακόμη χρόνος πληρωμένος με αίμα, είτε να απαντήσει άμεσα στο δίλημμα «στάση πληρωμών σε μισθούς και συντάξεις ή στα τοκοχρεολύσια;».