Τις τελευταίες μέρες, κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, υπεύθυνα για το πρόγραμμα και την οικονομική πολιτική, δήλωσαν για πολλοστή φορά πίστη στη συνέχεια του κράτους και στη σταθεροποίηση της οικονομίας.
Για πρώτη φορά καθαρά, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ αυτοπροσδιορίστηκε ως συνέχεια και δικαίωση των αποπειρών αστικού εκσυγχρονισμού -με ευρωπαϊκό πρόσημο- της Ελλάδας. Και ευθαρσώς αποδέχτηκε ότι τα περί κατάργησης του μνημονίου σε ένα μόνο άρθρο, είναι μια δήλωση προς λαϊκή κατανάλωση. Δεν πρόκειται δηλαδή για πραγματική ανατροπή των δεκάδων νόμων, πράξεων, ρυθμίσεων και απτών πολιτικών που έφεραν τη χώρα στη χρεοκοπία και το λαό στην καταστροφή.
Κατόπιν αυτών το ερώτημα έρχεται και υπό άλλη μορφή: Μοναδική σημασία έχει να αλλάξει χέρια η κυβέρνηση, ή έχει σημασία τι κυβέρνηση θα είναι η επόμενη; Κριτήριο επιτυχίας είναι η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας με το πρόγραμμα του αντιπάλου, ή η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας για να ανατραπεί το πρόγραμμα του αντιπάλου; Και αυτό είναι κάτι που θα κριθεί τότε, μετά την ορκωμοσία του Α.Τσίπρα, ή κρίνεται διαρκώς, χθες, αύριο και κυρίως σήμερα;
Μετά το μνημόνιο τι;
Οι δηλώσεις, το γράμμα και το πνεύμα των βασικών διαμορφωτών του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ (άρα και της ηγεσίας του), δεν διαφέρει από μια μεταμνημονιακή, ταυτόχρονα όμως νεομνημονιακή, κατάσταση:
Σε αυτή την κατάσταση το ελληνικό χρέος θα έχει (ξανά) κουρευτεί μετά τις Γερμανικές εκλογές. Η αιματηρή λιτότητα θα έχει πετύχει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Η ύφεση θα έχει δέσει ως τσιμέντο. Η ανατροπή της θα εξαρτιόταν από μια ριζική οικονομική και δημοσιονομική ανατροπή, αλλά αυτή δεν προβλέπεται καθότι “πάνω από όλα προέχει η σταθεροποίηση”.
Με απλά ελληνικά σταθεροποίηση σημαίνει διατήρηση και εμπέδωση του μνημονιακού κεκτημένου. Το κεκτημένο είναι η δημοσιονομική εξυγίανση, πληρωμένη όμως με βαρύ και αιματηρό τίμημα από το λαό. Το τίμημα αυτό δεν θα επιστραφεί. Ούτε καν εν μέρει. Γιατί “αν προχωρήσει η κατάρρευση της οικονομίας, μπορεί και να μην μπορούμε να το κάνουμε”, κατά τον Γ.Δραγασάκη.
Ανάκαμψη δεν θα προκύψει από ένα πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, γιατί κάτι τέτοιο θα απαιτούσε δημοσιονομική και νομισματική ελευθερία. Αντίθετα χρειάζεται “διευκόλυνση των ξένων επενδύσεων”, κατά τον Γ.Σταθάκη.
Τα μέτρα φορολόγησης των πλούσιων και των επιχειρήσεων δεν θα αποδώσουν άμεσα, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι με κάποιο μαγικό τρόπο θα μπορέσουν να ψηφιστούν σε ένα άκαμπτο πλαίσιο κοινού νομίσματος, κοινής αγοράς, ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων και πανευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμφώνου.
“Τα φορολογικά έσοδα πρέπει να παραμείνουν στο ίδιο επίπεδο”, κατά τα ίδια στελέχη, ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική και σύντομη αναδιανομή των φορολογικών βαρών. Οπότε η φορομπηξία θα παραμείνει σε γενικές γραμμές ίδια.
Και αντί για το κακόφημο μνημόνιο, θα υπάρχει ένα εύηχο “σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης”, συνομολογημένο μετά από μακρά περίοδο εθνικής, κοινωνικής και οικονομικής λεηλασίας του ευρωπαϊκού Νότου από το Βερολίνο. Και αυτό είναι το καλό σενάριο, γιατί μέχρι σήμερα η πραγματικότητα δείχνει ότι η ανάπτυξη απαγορεύεται και ως λέξη στα ανακοινωθέντα του ιερατείου του Ευρώ. Η ισπανική υποχώρηση του Γάλλου προέδρου, ακόμα και στις ανώδυνες φραστικές διατυπώσεις, είναι διδακτική.
Σε αυτή τη μεταμνημονιακή – νεομνημονιακή κατάσταση η χώρα θα κουτσο-επιβιώνει καταδικάζοντας για τα επόμενα πολλά χρόνια και ίσως δεκαετίες το λαό και ειδικά τη νεολαία της στη μιζέρια.
Κι όσο κι αν φαίνεται προκλητική η ερώτηση, ποιος μπορεί να εξηγήσει τι διαφορά έχει το παραπάνω σενάριο στο οποίο δεσμεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ (δια του ηγετικού επιτελείου), με αυτό που το αστικό πολιτικό σύστημα θεωρεί ως φως στην άκρη του τούνελ;
Αν τα παραπάνω φαντάζουν υπερβολικά και γκρινιάρικα, οι συγκεκριμένες προτάσεις Δραγασάκη και Σταθάκη μας προσγειώνουν συγκεκριμένα και πεζά: Το χαράτσι δεν θα καταργηθεί, παρά μόνο για τους ανέργους. Ο βασικός μισθός δεν θα έρθει στα προμνημονιακά επίπεδα, διότι η κατάσταση σίγουρα θα χειροτερέψει. Η εισφορά αλληλεγγύης θα διατηρηθεί, διότι σιγά μην βρεθεί ισοδύναμο. Η αποκατάσταση των συντάξεων θα γίνει μόνο σταδιακά, όταν και εφόσον η οικονομία βρεθεί στα επίπεδα του 2009. Και ούτω καθεξής...
Αυτά μας προϊδεάζουν για τις μέλλουσες δηλώσεις: “Παραλάβαμε καμένη γη και δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε πράξη τις αντιμνημονιακές εξαγγελίες μας”.
Μόνο που η καμένη γη είναι το αποτέλεσμα της μνημονιακής πολιτικής. Και ο μόνος τρόπος να μην παραμείνει καμένη η γη (και υπό διωγμό η οποιαδήποτε εναπομείνασα Αριστερά), είναι να εφαρμοστεί μια τολμηρή και πλήρως ανταγωνιστική αντιμνημονιακή πολιτική.
Διεμβολισμών συνέχεια…
Αν τα παραπάνω λέγονται ευθαρσώς σήμερα, από τον μέλλοντα υπουργό οικονομικών μιας αμιγώς αριστερής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ας φανταστούμε τι θα γίνεται (και όχι απλά τι θα λέγεται) από μια κυβέρνηση με “κορμό” τον ΣΥΡΙΖΑ, και συμπαραστάτες είτε τη μνημονιακή “υπεύθυνη αριστερά”, είτε τη λαϊκή “αντιμνημονιακή” δεξιά, είτε -νέο φρούτο- την “κοινωνικά φιλελεύθερη δεξιά” του Καραμανλισμού.
Εξ ου και οι επισκέψεις στις παρουσιάσεις Μητσοτάκη και στα ιδρύματα Καραμανλή. Και επειδή στις μέρες που ζούμε τα πράγματα έχουν μια βαρύνουσα σημασία, είναι προφανές ότι αυτές οι επισκέψεις δεν εντάσσονται στα πλαίσια ενός κοινωνικού σαβουάρ βιβρ. Οι διθύραμβοι για τους ηγέτες των αντιπάλων ορίζουν μια πολιτική μετακίνηση. Και κυρίως φανερώνουν μια παραίτηση από το διαχρονικό όραμα της Αριστεράς για μια Ελλάδα ελεύθερη, δημοκρατική, ανεξάρτητη, κτήμα του λαού της και όχι των εκάστοτε μεγάλων δυνάμεων. Στην ανάποδη περίπτωση, ας φανταστούμε τον Σαμαρά να θαυμάζει τον Ζαχαριάδη, τον Βενιζέλο να πλέκει το εγκώμιο του Μπελογιάννη ή τον Στουρνάρα να λατρεύει τον Μπάτση.
Μετά τον διεμβολισμό της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, μετά το διεμβολισμό της Γερμανικής ηγεσίας, μετά και τον διεμβολισμό της Ουάσινγκτον, έρχεται και ο διεμβολισμός της Νέας Δημοκρατίας. Και μέσα στη ζαλάδα από τις μαγικές τακτικές, η υπευθυνοποίηση κουκουλώνεται με ευφυολογήματα.
Το πρόβλημα –παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα- δεν είναι η σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήταν ευχής έργον ο ΣΥΡΙΖΑ να παρέμενε σε σοσιαλδημοκρατικό έδαφος. Το πρόβλημα είναι η αναίρεση στοιχειωδών σοσιαλδημοκρατικών δεσμεύσεών του.
Ας μην ανατριχιάσουμε. Κάθε πολιτική κρίνεται άλλωστε στον καιρό της.
Ζούμε σε μια χώρα και υπό ένα συσχετισμό, που η «επαναστατική» από την «ρεφορμιστική» Αριστερά διακρίνεται από σοσιαλδημοκρατικά αιτήματα που τα υιοθετεί η πρώτη, ενώ τα αρνείται η δεύτερη. Γιατί τι άλλο είναι για παράδειγμα η άρνηση πληρωμής του χρέους ή η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, πέρα από σοσιαλδημοκρατικά αιτήματα με γεύση εθνικής ανεξαρτησίας; Δεν σημαίνουν ούτε σοσιαλισμό, ούτε αντικαπιταλισμό. Και αυτό δεν είναι καθόλου κακό σήμερα.
Η πολιτική που εξαγγέλλεται όλο και συχνότερα από το ηγετικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ περνά όμως στο έδαφος της οικονομικής φιλελεύθερης ορθοδοξίας: Σταθεροποίηση, δημοσιονομική εξυγίανση, ισοσκελισμός, διεθνείς επενδύσεις. Πόλεμος ενάντια σε κάθε σκέψη δημοσιονομικής και νομισματικής ανεξαρτησίας. Απόσυρση των διακηρύξεων για εθνικοποιήσεις και αναδιανομές. Άρνηση ενός άλλου, ανταγωνιστικού δεύτερου σχεδίου από το σχέδιο της χρεοκοπίας και της καταστροφής. Και μπόλικα αδειανά πουκάμισα ανάπτυξης, παραγωγικής ανασυγκρότησης, κοινωνικής σωτηρίας.
Οι αντιστάσεις είναι μικρές γιατί ο εκλογικός μιθριδατισμός είναι μεγάλος. Ο εθισμός δηλαδή στην ιδέα ότι τίποτα άλλο δεν έχει σημασία πέρα από το να κυβερνήσουμε. Το χωνευτήρι της εκλογικής αλλαγής είναι τεράστιο και πανίσχυρο. Πολλοί σύντροφοι διατίθενται να συγχωρούν και να ξεχνούν τα πάντα, αρκεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει την κατάσταση.
Μόνο που αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να αλλάζει την κατάσταση, η κατάσταση αλλάζει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Και η Αριστερά αντί για μπροστάρης και διαμορφωτής, μετατρέπεται απλώς σε εκφραστή μιας στατικής πραγματικότητας. Δεν υπάρχει πίεση από τα αριστερά; Μετακίνηση στο κέντρο για να βρούμε ψηφοφόρους. Δεν βγαίνουν τα νούμερα με τον Καμμένο; Προσφυγή στη ΔΗΜΑΡ. Ούτε και με αυτή; Εθνική ενότητα με την «κοινωνικά φιλελεύθερη δεξιά» κόντρα στην ακροδεξιά και στη Σαμαρική επιχείρηση «Νόμος και Τάξη».
Για να ανακαλυφθεί τελικά ότι “η έξοδος της ελληνικής κοινωνίας από το τέλμα ξεπερνά τα στενά ιδεολογικά πλαίσια”. Κατά αυτά τα στελέχη της Αριστεράς, όπως ο αστικός ευρωπαϊσμός είναι αθώος του αίματος της χρεοκοπίας, έτσι και η έξοδος από την κρίση δεν είναι ζητούμενο από την Αριστερά αλλά από οικουμενικές ενότητες θυτών και θυμάτων…
Η μετακίνηση δεν έχει τελειωμό. Και η ισορροπία καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη όσο σβήνονται οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη συνέχεια και στην ασυνέχεια του μνημονιακού κράτους.
Η κρίση ζαλίζει και αποπροσανατολίζει. Οι ίδιοι που θα υπερασπίσουν τις οριακά φιλελεύθερες θέσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ θα επιμένουν ότι θέλουν και σοσιαλισμό. Δεν σημαίνει ότι δεν είναι αριστεροί. Σημαίνει όμως ότι ξεχνούν –ή τους κάνουν να ξεχνούν- τι ρόλο πρέπει να παίζει η Αριστερά.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου