Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Αντίσταση χθες και σήμερα …



του      Σταύρου  Παπαγιάννη

«Δεν μπορείς να φανταστείς γυναίκα τη γίνεται στ’ Άγραφα. Ετοιμάσου, ετοίμασε και τα παιδιά και σε τρείς μέρες θα ‘ρθω να σας πάρω».

Έτσι ξεκινούσε το γράμμα που έστειλε ο παππούς μου στη γιαγιά τον Αύγουστο του ’41. Είναι το ένα από τα τρία γράμματα που σώθηκαν. Τα υπόλοιπα κάηκαν μαζί με το σπίτι κι όλα τα υπάρχοντα της τον Ιούλιο του ’44 από τους Γερμανούς, και ότι είχε απομείνει τον Ιούνιο του ’45 από τους Ταγματαλήτες, που αναζητούσαν τον καπετάν Λεβεντογιάννη, τον παππού μου. Απλός αντάρτης στην αρχή, καπετάνιος από το ’43 και τη μεγαλύτερη τιμή, μαυροσκούφης του Άρη από το Σεπτέμβρη του ’44 ως και τις 14 Ιουνίου του ’45, ημέρα Πέμπτη, που έπεσαν σε ενέδρα των Ταγματαλητών στην περιοχή Φάγκος, καλύπτοντας με άλλους έξι μαυροσκούφηδες τη διαφυγή του Άρη προς τη Μεσούντα.

Γεννημένος στην Κοκκινιά όπου επέστρεψε και η γιαγιά μαζί με τα παιδιά το ’49, είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς αγωνιστές και να είμαι αυτήκοος μάρτυρας πολλών ιστοριών και διηγήσεων, είτε από τη γιαγιά, είτε από άλλους αγωνιστές από τους οποίους ήταν γεμάτη η περιοχή. Άλλοτε σαν παραμύθι, άλλοτε σαν θρύλο, και πάντοτε με δέος άκουγα για τα κατορθώματα του Άρη και του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ, της Αντίστασης γενικότερα και έμενα άφωνος με τους ηρωισμούς τους, και να μην το κρύψω, το βράδυ που έπεφτα για ύπνο ονειρευόμουν πως ήμουν ένας απ’ αυτούς. Στο παιχνίδι μας αυτό φαινόταν έντονα, παίρνοντας ονόματα καπεταναίων του ΕΛΑΣ να νικάμε τους Φασίστες, καθοδηγούμενοι πάντα από τον Άρη (είναι τ’ όνομα του αδερφού μου του μεγάλου, προς τιμή του Καπετάνιου).



Άκουγα λοιπόν για την Ελεύθερη Ελλάδα, για σχολεία στο βουνό, για θέατρα, για κινηματογράφο, για ελεύθερες συνελεύσεις, για αποφάσεις του ίδιου του λαού και δεν το πίστευα. Μα μες στον πόλεμο ρε γιαγιά γινόντουσαν αυτά; Εδώ τώρα που έχουμε ειρήνη κάποιοι άλλοι παίρνουν αποφάσεις για μας, ο μπαμπάς πριν λίγο γύρισε από την εξορία και δεν τον κάνουν μόνιμο στη δουλειά και εμείς με το ζόρι έχουμε ένα πιάτο φαί.

Μα δεν παλέψαμε μόνο για τη λευτεριά παιδί μου αλλά και για την Δημοκρατία και τη Λαοκρατία, δήλωνε με περηφάνια η καπετάνισσα. Βέβαια, όπως μου διηγούταν και άλλοι αγωνιστές, μεταξύ των οποίων και ο Έκτορας, τον οποίο είχαμε φιλοξενήσει αρκετές φορές σπίτι μας και μετά από πολλά χρόνια μου αποκάλυψε την ταυτότητά του (μόνο η γιαγιά το ήξερε), δεν ξεκίνησαν όλα ρόδινα και όμορφα.

Στην αρχή ήταν μεγάλο σοκ το πώς οι νικητές της Αλβανίας έχασαν τον πόλεμο χωρίς να ρίξουν ούτε μία τουφεκιά. Ήταν τεράστια η απογοήτευση και η προσβολή στο πρόσωπο των ηρώων του Αλβανικού μετώπου, η αδικαιολόγητη συνθηκολόγηση. Ο κόσμος σοκαρισμένος και φοβισμένος από τη Γερμανική Μπότα και βέβαια από την τρομοκρατία, κυρίως ψυχολογική από την κυβέρνηση Τσολάκογλου και τους δοσίλογους συνεργάτες του κατακτητή, έμενε απαθής. Μερικοί «τρελοί» αποφάσισαν να ξεκινήσουν κάτι και έτσι δημιουργήθηκαν σιγά σιγά μεμονωμένες αντιστασιακές ομάδες, περισσότερο ακτιβιστικού χαρακτήρα, και το ΕΑΜ, η μεγαλύτερη ακόμη ίσως και στην Ευρώπη αντιστασιακή οργάνωση.

Δεν αγκαλιάστηκε από την αρχή το ΕΑΜ από το λαό. Είναι έντονη η δυσφορία και η απογοήτευση του Δ. Γλυνού για το λαό και σχολιάζει καυστικά και δηκτικά τη μη συμμετοχή του κόσμου στην Αντίσταση. Με την πάροδο του χρόνου όμως, με τη σκληρή δουλειά των αγωνιστών του ΕΑΜ, με το προσωπικό τους παράδειγμα και την πίστη τους στο σωστό και δίκαιο του αγώνα, κατάφεραν να αφυπνίσουν, κατόπιν να οργανώσουν, και στο τέλος να ξεσηκώσουν το λαό. Μπόρεσαν με σκληρή δουλειά και «ματώνοντας τη φανέλα», να δημιουργήσουν ένα μέτωπο πραγματικά παλλαϊκό και πατριωτικό, χωρίς διαχωριστικές γραμμές τάξεων, ιδεολογιών ή άλλων αρτηριοσκληρωτικών συμπλεγμάτων, να ενώσουν το λαό κάτω από την έννοια του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της Ελευθερίας.

Στην ύπαιθρο ένας άλλος «γραφικός», μόνος του στην κυριολεξία στην αρχή, με τη βοήθεια ακόμη πέντε-δέκα αγωνιστών αργότερα, κατάφερε να φτιάξει αυτό που δεν κατάφερε ποτέ καμία χώρα. Έναν αντάρτικο στρατό που όμοιό της δεν είχε δει η οικουμένη. Ίσως φανούν υπερβολικοί οι χαρακτηρισμοί αλλά πιστέψτε με, είναι πραγματικοί. Ας δείτε τις αναφορές των Άγγλων αξιωματικών και παρατηρητών (κατασκόπων) που ήταν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα και θα καταλάβετε για τι μιλάμε. Ένα στρατό από χωρικούς, εργάτες, απλούς ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση με τα στρατιωτικά και που δεν ήξεραν τι πάει να πει πόλεμος. Ελάχιστοι ήταν οι μόνιμοι στρατιωτικοί που στελέχωσαν τον ΕΛΑΣ. Αλλά όταν σου μίλαγε ο Καπετάνιος πως μπορούσες να αρνηθείς; «Σε κοίταγε ίσα στα μάτια και σου μιλούσε. Δεν μπορούσες να του αρνηθείς τίποτα. Και στη φωτιά να σου ‘λεγε να πέσεις θα το ‘κανες με χαρά, αφού ήξερες ότι αυτός θα το ‘κανε χωρίς να του το ζητήσει κανείς. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πάθος σε άνθρωπο. Δεν τρώει, δεν κοιμάται, πάντα μας φροντίζει και δεν παραπονιέται για τίποτα. Μόνο για τους στρούχτουρες γκρινιάζει και βρίζει». Έτσι περιέγραφε ο παππούς τον Καπετάνιο σε γράμμα του.

Αλλά δεν ήταν μόνο στα στρατιωτικά καλός. Δεν ήθελε απλώς να λευτερώσει την πατρίδα από τον κατακτητή τον ορατό, αλλά και απ’ τον αόρατο που είναι κι ο πιο επικίνδυνος. Τον πρώτο τον βλέπεις. Βλέπεις το στρατό του, βλέπεις τη σημαία του, βλέπεις την ωμή βία που χρησιμοποιεί εναντίον των πολιτών και βλέπεις τη μπότα του που σε λιώνει. Τον αόρατο όμως; Τον διέβλεπε τον κίνδυνο ο Καπετάνιος και δυστυχώς επιβεβαιώθηκε.

Αυτός είναι κι ο εχθρός που αντιμετωπίζουμε τώρα. Δεν είναι ορατός με την έννοια του φυσικού κατακτητή. Είναι ύπουλος, κρυμμένος πίσω από μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονισμούς, αναδιαρθρώσεις και χίλια δύο πρόσωπα. Είναι οικονομικός, κοινωνικός, πολιτισμικός και πάνω απ’ όλα κατακτητής συνειδήσεων. Δρα χωρίς φυσικό πρόσωπο μέσα από άλλους όπως ένας ιός και μάλιστα καρκινικός. Σου τρώει σιγά σιγά τα κύτταρα, σε εξουθενώνει, σε κάνει να υποφέρεις και στο τέλος αφού δεν έχει τίποτε άλλο να φάει σε τελειώνει. Έτσι ο σύγχρονος εχθρός είναι αόρατος. Παίρνει τη μορφή διαφόρων και στο τέλος χωρίς να εμφανιστεί πραγματικά σε τελειώνει.

Πρώτα σου χτυπάει τον πολιτισμό, την ιστορία και τη γλώσσα. Έλα μωρέ κάτι τεμπέληδες αργόσχολοι ήταν οι αρχαίοι και φτιάξανε τη δημοκρατία. Αν δεν ήταν οι ξένοι δεν θα είχαν φύγει οι Τούρκοι. Τι τα θέλουμε τόσα η και ε και ο να τα κάνουμε ένα και θα είμαστε Ο.Κ. Ποια σφαγή των Ποντίων και των Μικρασιατών. Συνωστισμός ήταν στο λιμάνι που πήγαιναν για διακοπές. Ποιο ΕΑΜ και ΕΛΑΣ και ποιος Άρης. Ένας σφαγέας ήταν. Ποια ξερονήσια; Παρθενώνες χτίσανε στη Μακρόνησο και ποιο Πολυτεχνείο και ποια επέμβαση; Πού είναι οι νεκροί;

Κατόπιν χτυπάει την κοινωνική συνοχή. Σε κάνει ιδιώτη και σε οδηγεί στην αποξένωση με τον διπλανό σου, το γείτονά σου, το συμπολίτη σου, και θεωρεί κακό τη συμμετοχή στα κοινά. Κοίτα την πάρτη σου. Μη σε νοιάζει για τον άλλο, ας κόψει το κεφάλι του. Εσύ να ‘σαι καλά κι οι άλλοι να ‘πα να κουρευτούν. Μην ασχολείσαι με τα κοινά, όλοι ίδιοι είναι. Εσύ θα σώσεις τον κόσμο; Ας τους άλλους να βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα. Έτσι απομονώνεσαι κοινωνικά και σταματάς να ζυμώνεσαι πολιτικά μέσα από τις κοινωνικές επαφές και τη συναναστροφή με άλλους. Σταματάς να είσαι πολιτικό ον, γίνεσαι αδιάφορος με τα κοινά και στο τέλος φιλοτομαριστής. Μαθαίνεις ν’ αναθέτεις σε άλλους να βγάζουν το φίδι απ’ την τρύπα και ‘συ γίνεσαι κριτής των πάντων, χωρίς όμως ν’ αρθρώνεις πολιτικό λόγο και να κάνεις κάτι γι όλ’ αυτά.

Στο τέλος αφού σ’ εκπαιδεύσει, να μην παράγεις έργο δηλαδή να εργάζεσαι, αλλά να δουλεύεις, δηλαδή να είσαι δούλος κάποιου αφεντικού, αφού σου δημιουργήσει τεχνητές ανάγκες και σε κάνει δέσμιο αυτών των αναγκών, σου στερεί τον ελεύθερο χρόνο εξαναγκάζοντας σε να δουλεύεις ατελείωτες ώρες, ώστε να μην έχεις την πολυτέλεια να σκεφτείς, να συναναστραφείς με φίλους, να συζητήσεις για τα διάφορα προβλήματα της ζωής και της κοινωνίας, αφού έχει διαλύσει την οικογένεια εξαναγκάζοντας τη γυναίκα να δουλεύει κι αυτή ατέλειωτες ώρες, έρχεται με διάφορους μηχανισμούς να σε λιώσει.

Υπάρχουν κοινά σημεία στην Ιταλογερμανική κατοχή του 41-44 και στη σημερινή της Ε.Ε., του Ευρώ, του ΔΝΤ και τον ντόπιων εθελόδουλων υποστηρικτών τους; Φυσικά και υπάρχουν αλλά με διαφορετικά ονόματα. Ο στρατός τους δεν είναι πλέον η Βέρμαχτ, τα Ες Ες και οι Ιταλικές μεραρχίες, αλλά οι δυνάμεις καταστολής, οι «πραιτοριανοί», που χτυπούν αλύπητα και με περίσσιο μίσος τους διαδηλωτές. Τα Τάγματα Ασφαλείας και οι Γερμανοτσολιάδες, είναι οι γνωστοί Νεοναζί χρυσαυγίτες, που άλλοτε ως αγανακτισμένοι πολίτες, άλλοτε ως προστάτες της «φυλής» εναντίων των μεταναστών και πρόσφατα χωρίς κανέναν ενδοιασμό και δικαιολογία εναντίων αγωνιστών και αντιφασιστών παίζουν τον ίδιο ρόλο και πάντα με την κάλυψη της Αστυνομίας. Οι Τσολάκογλου και οι Ράλληδες είναι οι πολιτικοί αυτού του τόπου που ξεπουλούν την πατρίδα και με την βοήθειά τους οι κατακτητές την λεηλατούν. Οι γκαουλάιτερ των κατακτητών δεν είναι εγκατεστημένοι στην οδό Μέρλιν, αλλά στα υπουργεία και στις υπηρεσίες του κράτους με τη μορφή επιτρόπων.

Τότε όμως παρόλο το αρχικό μούδιασμα και φόβο, παρόλη την προπαγάνδα των κατοχικών μέσων ενημέρωσης και την τρομοκρατία που είχε εξαπόλυσει το καθεστώς, ο Ελληνικός λαός βρήκε το κουράγιο και αντιστάθηκε παρά και ενάντια στη θέληση των δοσίλογων πολιτικών και των ξένων αφεντικών τους. Πώς επιτεύχθηκε όμως το έπος της αντίστασης; Πώς κατάφερε ο Ελληνικός Λαός να εναντιωθεί στις σιδερόφραχτες ορδές της Βέρμαχτ; Μα φυσικά μέσα από τη έμφυτη αγάπη του για την πατρίδα, την ακράδαντη πίστη του στην Ελευθερία και φυσικά με την παρότρυνση και οργάνωσή του από πραγματικούς αγωνιστές, βαθιά πατριώτες και πάνω απ’ όλα εραστές της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης και της Ανεξαρτησίας.

Παλεύοντας να αφυπνίσουν το λαό, χωρίς να σκεφτούν προσωπικό κόστος, χωρίς να λυπηθούν τη ζωή τους, εγκαταλείποντας σπίτια, οικογένειες, παιδιά, βγήκαν μπροστά στον αγώνα και πρώτα απ’ όλα με το προσωπικό τους παράδειγμα έδειξαν το δρόμο του αγώνα. Ξεκινώντας ως Ιεραπόστολοι, με βαθιά γνώση του καθήκοντος προς την πατρίδα και στον συνάνθρωπο άρχισαν να ενημερώνουν τον κόσμο, να τον κάνουν να μην φοβάται και να τον οργανώνουν σ’ έναν κοινό Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα, που κύριο πρόταγμα είχε την απελευθέρωση της πατρίδας. Αφήνοντας στην άκρη πολιτικές, ιδεολογικές ή άλλες διαφορές ρίχτηκαν στη μάχη αψηφώντας κάθε κίνδυνο. Οργάνωσαν τις γειτονιές δημιουργώντας δίκτυα αλληλεγγύης, σχημάτισαν ομάδες ενημέρωσης (τα περίφημα παιδιά με το χωνί), οργάνωσαν διαδηλώσεις κι εκδηλώσεις ενάντια στο καθεστώς, και βέβαια με τη συνεχή προσπάθεια και παίδευση του λαού κατάφεραν να τον αφυπνίσουν και να τον ενώσουν κάτω από τη σκέπη του αιώνιου συμβόλου της Ελευθερίας, την Ελληνική σημαία. Μέσα απ’ αυτή τη δουλειά κατάφερε το ΕΑΜ, ο κυρίως εκφραστής της οργανωμένης αντίστασης, να μεγαλουργήσει και να κατορθώσει πράγματα που ήταν πέρα από κάθε λογική. Κατάφερε μέσα από τις μαζικές συγκεντρώσεις, τις οργανωμένες απεργίες των Δημοσίων Υπαλλήλων και τις δολιοφθορές που επέφερε στον κατακτητή, να μην σταλεί ούτε ένας Έλληνας στο Γερμανικό Στρατό. Κατάφερε με τη βοήθεια του ένοπλου τμήματος του ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, να σώσει τις σοδειές απ’ τα χωράφια κι έτσι να μη ζήσουν ξανά οι Έλληνες το λιμό του χειμώνα του ’42. Μπόρεσε κι οργάνωσε τη νεολαία με την ΕΠΟΝ, δημιουργώντας προπύργια αντικατοχικής δράσης και φυσικά ανάδειξη νέων ηρώων στη γεμάτη με τέτοιους ιστορία της πατρίδας.

Δε θα μιλήσω εδώ για τον ένοπλο αγώνα που διεξήχθη στην ύπαιθρο και στα βουνά της πατρίδας. Όχι γιατί δεν είναι επίκαιρο, αλλά γιατί αυτή τη στιγμή ο εχθρός δρα με άλλα μέσα κι όχι στρατιωτικά, τουλάχιστον προς το παρόν.

Τι κάνει όμως σήμερα ο λαός; Γιατί δεν αντιδρά; Γιατί κοιτά απαθής να «καίγεται» το σπίτι του διπλανού του χωρίς να κάνει τίποτα, πιστεύοντας ότι αυτός θα τη γλιτώσει; Μα φυσικά γιατί το δόγμα του σοκ που του επεβλήθη ήταν τρομαχτικά ισχυρό. Ξαφνικά μέσα στην τεχνητή ευμάρεια που ζούσε άρχισε ν’ ακούει για ποσοστό χρέους, για SPREADS, για CDS, για CDOs, για SWAPS και για χίλια δύο πράγματα άγνωστα γι’ αυτόν. Του είπαν ότι τόσα χρόνια ζούσε σε μια εικονική πραγματικότητα και ότι όλα αυτά που είχε δεδομένα, κοινωνική ασφάλεια, παιδεία, υγεία, μισθός, πλέον εξαρτώνται από τις αγορές και από το πόσο πειθήνιος και δουλοπρεπής είναι. Η δημοκρατία που νόμιζε ότι είχε είναι κάτι το συζητήσιμο και το μόνο δημοκρατικό του δικαίωμα είναι η τυφλή υπακοή στις επιταγές των αγορών, της Τρόικας και του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου. Έχοντας την ψευδαίσθηση ότι μετά τη χούντα είχε κερδίσει τη Δημοκρατία, σταμάτησε να αγωνίζεται και ξέχασε την βασική αρχή της. Η Δημοκρατία δε χαρίζεται και δεν αποτελεί κάτι δεδομένο. Η Δημοκρατία κατακτάται κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Κατακτάται μέσα από την πάλη, μέσα από τους αγώνες, μέσα από τη συναναστροφή με τους άλλους, μέσα από την ίδια την οικογένεια. Αν για μία στιγμή ξεχαστείς ή χαλαρώσεις τότε το παιχνίδι χάθηκε. Εκεί λοιπόν πάτησε το σύστημα και με την εκπαίδευση που δεχτήκαμε από την μεταπολίτευση και μετά ο λαός έχασε τον προσανατολισμό του.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς είναι αυτό που έπραξαν κι οι ΕΑΜίτες. Ενημέρωση, αφύπνιση, παίδευση και ενθάρρυνση του κόσμου. Δουλεία στις γειτονιές, στις συνοικίες, στους τόπους δουλειάς. Οργάνωση του λαού για οργανωμένη αντίσταση και πάλη κάτω από την ανάγκη της απελευθέρωσης της πατρίδας. Πρώτα πρέπει να φύγει ο εχθρός και ν’ αποκτήσουμε πραγματική δημοκρατία και ανεξαρτησία και μετά να δημιουργήσουμε τη νέα Ελλάδα που ονειρευόμαστε κι επιθυμούμε να παραδώσουμε στα παιδιά μας. Χωρίς την έννοια του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα δεν μπορούμε να πετύχουμε. Ο εχθρός δεν είναι μόνο ταξικός ή μόνο πολιτισμικός ή μόνο πολιτικός, είναι όλα αυτά μαζί. Μην ξεχνάμε ότι τα αρχικά του ΕΑΜ σημαίνουν Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και δεν μιλούσε σε στενά ταξικά πλαίσια αλλά για Εθνική απελευθέρωση.

Πρέπει λοιπόν παίρνοντας το παράδειγμα από αυτούς τους αγωνιστές, να συσπειρώσουμε τον κόσμο κάτω από την έννοια της Πατρίδας και του κοινού εχθρού. Πρέπει να γίνουμε αρωγοί στην προσπάθεια κάθε κοινωνικής ομάδας για αγώνες με προτάγματα όχι συντεχνιακά αλλά πρωτίστως απελευθερωτικά. Να βγάλουμε τον κόσμο από τις ερμητικά κλειστές πόρτες των σπιτιών έξω, στην πάλη για τη λευτεριά. Να του δείξουμε τον τρόπο της αυτοργάνωσης, της αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο, της οργανωμένης πάλης. Να καταλάβει επιτέλους ότι αυτό που συμβαίνει στον διπλανό του θα έρθει σε λίγο και σ’ αυτόν. Στους εργασιακούς χώρους να ζυμωθεί το αίτημα της λειτουργικής κατάληψης με απώτερο στόχο την Γενική Πολιτική Απεργία Διαρκείας. Τα συνδικάτα να αρχίσουν να δρουν πέρα από τα συντεχνιακά τους συμφέροντα, και αν δεν ακολουθούν οι γνωστοί εργατοπατέρες τότε τα πρωτοβάθμια συνδικάτα να πάρουν την τύχη στα χέρια τους. Αν με μπροστάρη τον λαό τα σχολεία προχωρήσουν σε λειτουργικές καταλήψεις, καθώς και οι ΔΟΥ, τα υπουργεία και οι Δημόσιες υπηρεσίες, πόσο πιστεύετε ν’ αντέξουν; Ούτε ένα μήνα. Αν μαζικά και οργανωμένα δράσουμε, τότε δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Δεν μπορούμε να περιμένουμε σωτήρες γιατί δεν υπάρχουν. Κι όταν νομίσαμε ότι βρέθηκαν βλέπετε πού οδηγηθήκαμε. Σωτήρας του λαού, είναι μόνο ο ίδιος ο λαός. Κι όπως λέει κι ύμνος του ΕΛΑΣ:

Με χίλια ονόματα μια χάρη

ακρίτας είτ' αρματολός
αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι

πάντα είν' ο ίδιος ο λαός.

Έχοντας λοιπόν σαν πρότυπο τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και προσαρμόζοντας τους αγώνες τους στις σύγχρονες απαιτήσεις μπορούμε να κερδίσουμε και να χτίσουμε μια νέα Ελλάδα, Δημοκρατική, Εθνικά Ανεξάρτητη και Κοινωνικά Δίκαιη. Μπορούμε αν το πιστέψουμε να δημιουργήσουμε αυτό που πραγματικά ζητούσαν οι παππούδες μας και που δεν μπόρεσαν να το ολοκληρώσουν.

Ο αγώνας σίγουρα είναι δύσκολος απ’ όλες τις απόψεις. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι Θέλει Αρετή και Τόλμη η Ελευθερία. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα επιτευχθεί ο στόχος. Αλλά μην ξεχνάμε τα λόγια του Μπρεχτ: Αν αγωνιστείς μπορεί και να χάσεις, αν όμως δεν αγωνιστείς είσαι σίγουρα χαμένος.

Τελειώνοντας θέλω να μοιραστώ ένα πραγματικό γεγονός. Είχε έρθει μια μέρα σπίτι ένας συγγενής από την πλευρά της μητέρας μου και βλέποντας τη γιαγιά κουρασμένη από τα βάσανα, χωρίς το αριστερό μάτι και αυτί (της το είχαν βγάλει και κόψει οι ΜΑΥδες για να τους πει που ήταν ο αδερφός της) της είπε: Τζάμπα πήγαν ο άντρας σου και όλες οι ταλαιπώριες που πέρασες εσύ και τα παιδιά σου. Και του απαντά περήφανα η καπετάνισσα: Εγώ έζησα τουλάχιστον για τρία χρόνια ελεύθερη και αν ήταν να ζήσει για πάντα η Ελλάδα ελεύθερη θα της χάριζα ακόμη και τα παιδιά μου. Εσύ που λούφαξες στο καβούκι σου σκέφτηκες αν σε θέλει η πατρίδα;

Έτσι λοιπόν έχοντας σαν πρότυπο αυτούς που πάλεψαν για τη λευτεριά, ας ριχτούμε στον αγώνα χωρίς δεύτερες σκέψεις και ενδοιασμούς. Αν γίνει αυτό είμαι σίγουρος ότι μια νέα ελεύθερη και όμορφη ζωή θα περιμένει εμάς και τα παιδιά μας. Κι αν πάλι παρ’ όλη τη μάχη δεν τα καταφέρουμε και μας παν κι εμάς όλα χαμένα κι άδικα τότε όπως έλεγε κι ο καπετάνιος καλή αντάμωση στα γουναράδικα.



Μέλος του Ε.ΠΑ.Μ. Νέου Κόσμου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Η Μεταμοντέρνα Αριστερά

Ο όρος «Μεταμοντέρνος» (Post Modern) αφορά ουσιαστικά την τάση, προσπάθεια και προδιάθεση αποδόμησης – διάλυσης ουσιαστικά – όλου του «Μ...