Σήμερα έχουν κατατεθεί στην Βουλή και πρόκειται να ψηφιστούν με την μορφή νομοσχεδίου και με την διαδικασία του κατεπείγοντος τα εξής: Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, τροποποιήσεις του ν. 4093/2012, κύρωση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Έγκριση των Σχεδίων των Συμβάσεων Τροποποίησης της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ), της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Τ.Χ.Σ) και της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), με τίτλο «Κύρια Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης», της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ε.Τ.Χ.Σ., της Ελληνικής Δημοκρατίας και της ΤτΕ, με τίτλο «Σύμβαση Διευκόλυνσης Διαχείρισης Υποχρεώσεων ΣΙΤ» και της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ε.Τ.Χ.Σ., της Ελληνικής Δημοκρατίας και της ΤτΕ με τίτλο «Διευκόλυνση αποπληρωμής Τόκων Ομολόγων», παροχή εξουσιοδοτήσεων για την Υπογραφή Συμβάσεων» και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις.
Μέσα σε λίγες ώρες δήθεν κοινοβουλευτικής διαβούλευσης, κουβέντας δηλαδή για το θεαθήναι, έτσι για να περνά η ώρα χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα καθότι όλα έχουν προαποφασιστεί, θα ψηφιστούν μέτρα και δεσμεύσεις που μετατρέπουν την Ελλάδα σε επίσημο προτεκτοράτο των ξένων δανειστών της. Για μια ακόμη φορά οι βουλευτές της συμπολίτευσης θα δηλώσουν ότι δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά γιατί αν δεν ψηφίσουν η χώρα θα χρεοκοπήσει, ενώ οι Ηρακλήδες της αντιπολίτευσης θα αρκεστούν στη γνωστή κοινοβουλευτική πρόζα διανθισμένη με πύρινες καταγγελίες. Κι όλοι μαζί θα νομιμοποιήσουν για μια ακόμη φορά την παραβίαση κάθε έννοιας συνταγματικής τάξης ενός τύποις ανεξάρτητου κράτους. Βλέπετε για να νομιμοποιηθεί η όλη διαδικασία δεν αρκεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Χρειάζεται εξίσου και η κοινοβουλευτική μειοψηφία. Απαιτούνται και οι δυο να αναγνωρίζουν ότι όλα έγιναν νομότυπα. Και η συμπολίτευση και η αντιπολίτευση. Γι’ αυτό και κανένας δεν πρόκειται να κουνηθεί από την θέση του. Δεν πρόκειται ούτε κατά διάνοια να ρισκάρει για χάρη της χώρας και του λαού της την παρουσία και τις απολαβές του από αυτό το νόθο, βαθιά αντιλαϊκό και αντεθνικό κοινοβούλιο. Ας πάει να πνιγεί η χώρα και ο λαός της.
Το πρόβλημα δεν βρίσκεται απλά στο «αγγλικό δίκαιο» και την δικαιοδοσία των δικαστηρίων, η οποία ανατίθεται στα δικαστήρια του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου όπου βρίσκεται η έδρα των δανειστών, δηλαδή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, αλλά στο γεγονός ότι η Ελλάδα – κι όχι απλά το ελληνικό κράτος – απεμπολεί κάθε μορφή ασυλίας. Ακόμη και υπό το αγγλοσαξονικό δίκαιο (Βρετανία, ΗΠΑ) η άρση της ασυλίας ενός κράτους δεν αφορά στην εθνική του κυριαρχία, αλλά στις εμπορικές δραστηριότητες του εν λόγω κράτους. Έτσι ακόμη κι όταν υποχρεώνεται από τους δανειστές του να υπογράψει σε «αγγλικό δίκαιο» προκειμένου να άρει την ασυλία του οικειοθελώς αυτό αφορά πρώτα και κύρια στην αποδοχή της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του δανειστή. «Τα κράτη συνήθως εξαιρούν: (1) την περιουσία στο εξωτερικό των διπλωματικών αποστολών, (2) την στρατιωτική περιουσία, (3) τα περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται εντός της επικράτειάς τους και είναι αφιερωμένα σε δημόσια ή κυβερνητική χρήση, και (4) κληρονομική περιουσία.»[1]
Προβλέπεται κάτι τέτοιο από την υπάρχουσα σύμβαση που ψηφίζεται σήμερα; Ούτε κατά διάνοια. Αντίθετα, η Ελλάδα απεμπολεί άνευ όρων και αμετάκλητα την ασυλία της έναντι των δανειστών για όλα τα περιουσιακά της στοιχεία όχι μόνο ως κράτος, αλλά και ως επικράτεια αποδεχόμενη όχι μόνο την δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Μεγάλου Δουκάτου, αλλά και την αμετάκλητη εφαρμογή των αποφάσεών τους στο έδαφός της. Ο τρόπος που συντάχθηκε και διατυπώθηκε η συγκεκριμένη σύμβαση μας ξαναγυρίζει πίσω στον 19ο αιώνα όταν αποτελούσε «καθαρή αρχή του Διεθνούς Δικαίου πώς η περιουσία του υπηκόου είναι υπόχρεη για τα δάνεια που έχει συνάψει το Κράτος του οποίου είναι μέλος.»[2] Βέβαια, την εποχή εκείνη δινόταν η δυνατότητα στο Κράτος να μην θεωρεί τα δάνεια που συνάπτει δεσμευτικά. «Τα αγγλικά δικαστήρια έχουν αποφασίσει ότι τα πληρωτέα ομόλογα στον κομιστή τους, τα οποία έχουν εκδοθεί από την κυβέρνηση ενός Κράτους, δημιουργούν μόνο ένα χρέος με χαρακτήρα χρέους τιμής, το οποίο δεν μπορεί να επιβάλει κανένα ξένο δικαστήριο, ούτε καν από τα δικαστήρια του ίδιου του δανειζόμενου Κράτους, εκτός κι αν υπάρχει συγκατάθεση από την κυβέρνησή του.»[3]