Η ιστορία του Γιάννη Αγιάννη έχει αίσιο τέλος και η κάθαρση επιτυγχάνεται στον επίλογο του έργου. Εκεί πια φαίνεται να έχει αποκατασταθεί η αλήθεια του ήρωα μέσα από την αναγνώριση, όχι μόνο από τον δημόσιο κατήγορό του αλλά και από τους σημαντικούς άλλους (την θετή κόρη του και τον άντρα της). Η αποκατάσταση του προσώπου του Αγιάννη έχει να κάνει και με την αντιμετώπιση της ντροπής του στιγματισμού, όταν αποκαλύπτει το παρελθόν του στους δικούς του ανθρώπους, κάτι που ως το τέλος της ζωής του προσπαθούσε να απωθήσει.
Το έργο έχει γραφτεί σε μία περίοδο μεγάλων κοινωνικών αναταραχών και κοινωνικοοικονομικής κρίσης. Όπως και σήμερα, εξαιτίας των κοινωνικών συνθηκών, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού πέφτει στην φτώχεια και την εξαθλίωση.
Καθώς δουλεύω μέσα από την τέχνη, θα επανέρθουμε στην λογοτεχνική αυτή ιστορία και αργότερα, καθώς μπορεί να βοηθήσει στη μεγαλύτερη κατανόηση του θέματος.
Σκοπός του σημερινού άρθρου είναι να γίνει ο διαχωρισμός μεταξύ της φτώχειας και της μιζέριας.
Η φτώχεια είναι η επίπτωση κοινωνικών αιτιών ενώ η μιζέρια αναφέρεται στην ψυχολογική αντανάκλασή της, δηλαδή στο πώς αισθάνεται, συνήθως, ο φτωχός και τι προβάλλεται πάνω του από την κοινωνία.
Η γαλλική λέξη misère σημαίνει την αθλιότητα, αλλά και τη δυστυχία.