Είναι πάντοτε το άρρητο που έρχεται στην επιφάνεια των κειμένων, έγραψε κάποτε ο Όσκαρ Ουάιλντ. Μέρες που είναι σήμερα, και καθώς η επιστροφή των νεοναζί γεφυρώνει το χρονικό χάσμα με τις ημέρες του ’40, σκεφτήκαμε να χρησιμοποιήσουμε θραύσματα λόγου προσωπικής μνήμης, τις τόσο πολύτιμεςμαρτυρίες δηλαδή. Μπορεί η προσωπική μνήμη να έχει μια «τοπικότητα», αλλά υπερασπιζόμενη την αλήθεια της λειτουργεί διασταλτικά σε σχέση με την συμπαντικότητα της εμπειρίας (βλ.Lesky, A. 1985).
Η συνάντηση με το παρελθόν, με τη Μνήμη, φέρνει στην επιφάνεια αυτό το άρρητο που τόσο κόπο έκαναν οι –διαχεόμενες σε όλους τους χώρους-επίσημες (πολιτικές, καλλιτεχνικές και επιστημονικές) ρητορικές για να το μεταποιήσουν, να το «εκσυγχρονίσουν», να το ακυρώσουν, να το εξαφανίσουν μέσα από ρετουσαρισμένες λέξεις και μνήμες. Η κυριότερη ίσως παιδευτική (κι άρα πολιτική) λειτουργία της Μνήμη όμως είναι ο Πόνος. Ο πόνος αυτός δεν έρχεται με ένα πρόσωπο, ούτε επιτελεί έναν «σκοπό». Επηρεάζεται άμεσα από το πλαίσιο μέσα στο οποίο η ανάμνηση διαμορφώνεται. Καμιά μετάβαση, άλλωστε όπως επισημαίνει ο Lucats στην κοινωνιολογία της λογοτεχνίας (1971, Ανθογαλίδου, Θ. 2001) στο υλικό πεδίο της κοινωνίας, δεν περνά δίχως να εγγραφεί στο ιδεολογικό και στο συμβολικό. Όπως και καμιά μετάβαση στο βαθύ προσωπικό δεν περνά δίχως να εγγραφεί στη συλλογική μας μνήμη και ιστορία. Δυο (από τις πολλές) προσωπικές μαρτυρίες λοιπόν, μία από την δράση των πατεράδων των Χρυσαυγιτών, και μια από την δράση των συντρόφων τους στην σημερινή Ευρώπη εναντίον ελλήνων μεταναστών, πολλοί από τους οποίους είναι τόσο σκούροι όσο και βουλευτές της χρυσής αυγής:
Από το Ονείρατα της Άκαυτης και της Καμένης Σμύρνης της συγκλονιστικής ρεμπέτισσας Αγγέλας Παπάζογλου (σε έκδοση του γιου της Γιώργη) στη σελ. 548:«Και σηκωνούμαστε μάτια μου ένα πρωί κι ήμαστε κι εμείς μπλοκαρισμένοι. Δηλαδή τόπιαμε μέχρι τον πάτο όλο το δηλητήριο της σκλαβιάς. Τι δηλητήριο….Ήπιαμε αναμμένα κάρβουνα … Μασήσαμε την ίδια την φωτιά….την κατάπιαμε….(σελ. 549) Οι Τούρκοι, όσο Τούρκοι και νατανε, δεν ήτανε τόσο πολύ σαν τους τσολιάδες φωτιά… λυσσασμένοι… Αφού να φανταστείς τι λυσσασμό είχανε, που μας μιλούσανε απ’ τα χωνιά και λέγανε: «Πούστηδεεεεες…. Πουτάνεεεες….. Στείλτε τα παιδιά σας να τα γαμήσομε…. Στείλτε τα σε μας… Όποιος δε βγει από μέσα σε τρία λεπτά, θα μπούμε μέσα και θα τον εκτελέσουμε επί τόπου. Από δεκατεσσάρω χρονώ μέχρι εξήντα, να βγούνε όλοι οι πούστηδες έξω… Οι πουτάνες οι μανάδες κι οι γυναίκες τους κι οι αδερφές τους να μας τους φέρουνε… Εμπρός καθάρματα… γρήγορα…..»
Ο Θεός να μην το δώκει σ’ άνθρωπο ν’ ακούει από τσι Ράλληδες αυτές τσι τσολιαδίστικες φωνές… Άμα τα’ ακούσεις, απ’ την αηδία τση προδοσίας, νομίζεις πως κιτρινίζει το αίμα σου… Ξυράφια – ξυράφια τ’ανιώνεις μέσα σου… Ήτανε χειρότερες αυτές οι τσολιαδίστικες οι φωνές από σεισμό δέκα ρίχτερ… Παράθυρα..πόρτες…. ντουβάρια… Η γη όλη ηκουνήθηκε… Δε μπορούσες να σταθείς πουθενά… Απ’ τ’ αυτιά σου έμπαινε ο θάνατος μέσα σου κι έβγαινε απ τα νύχια των ποδιών σου… Η ανατριχίλα έμπαινε σα αέρας μέσα σου και σε φούσκωνε… και σε φούσκωνε… και σε φούσκωνε και δεν άντεχες άλλο…. Έτσι το κανονίσανε η σωτηρία σου νάναι στην αγκαλιά τους στον τάφο…