Με διαφορετική ατζέντα και συγκρουόμενα συμφέροντα οι τρεις δυνάμεις
Του Σωτήρη Σιδέρη
Τη στιγμή που η Ελλάδα προσπαθεί, εν μέσω δραματικών συνθηκών, πιέσεων και εκβιασμών, να διασώσει ό,τι έχει απομείνει από τη λαίλαπα των Μνημονίων, Γερμανία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ συνεργάζονται για τη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, που θα αλλάξει ριζικά την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, άρα και τη θέση της χώρας μας στο οικοδόμημα. Μάλιστα, δεν πρόκειται για κάτι μακρινό και ασαφές, καθώς η σχετική διαπραγμάτευση έχει ήδη αρχίσει.
Υπ’ αυτό το πρίσμα και με δεδομένο ότι στις σημερινές διαπραγματεύσεις της Αθήνας με τους εταίρους δεν λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα που θα διαμορφωθούν άμεσα, σε λίγους μήνες όσα είναι σήμερα στο τραπέζι για τους μεν κεντροευρωπαίους θα είναι εντελώς παρωχημένα, για τη δε Ελλάδα δεν θα αποτελούν παρά μία αφόρητη κατάσταση, από την οποία δύσκολα θα ξεφύγει και στο μέλλον.
Οι διαπραγματεύσεις ήδη διεξάγονται σε επίπεδο πρωθυπουργικών γραφείων σε ό,τι αφορά στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αλλά μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας και Μεγάλης Βρετανίας η συζήτηση γίνεται σε πολλά επίπεδα και είναι, μάλιστα, σε προχωρημένο στάδιο.
Το Λονδίνο, καλά προετοιμασμένο και με πλήρες σχέδιο, ζητά την αλλαγή των ιδρυτικών(!) Συνθηκών της Ε.Ε., επιδιώκει, δηλαδή, να προσαρμόσει την ευρωπαϊκή πολιτική στις δικές του εθνικές ανάγκες, κάτι που κάνει εδώ και χρόνια, ενώ είναι αδιανόητο για οποιοδήποτε άλλο κράτος – μέλος.
Το δημοψήφισμα, στο πλαίσιο του οποίου θα κληθεί να αποφασίσει ο βρετανικός λαός για την παραμονή ή μη στην Ευρωπαϊκή Ένωση –έχει προγραμματιστεί για το 2017-, είναι το όχημα με το οποίο ταξιδεύει ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, Ντέιβιντ Κάμερον, προκειμένου να αλλάξει τα δεδομένα για την Ε.Ε. και τη χώρα του. Όμως, το μεγάλο παιχνίδι εξελίσσεται ακριβώς με αφετηρία το βρετανικό δημοψήφισμα για να δρομολογηθούν οι μεγάλες ανατροπές στην Ε.Ε., καθώς συμμετέχουν η Γερμανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ (σε συμβουλευτικό ρόλο) συνεργαζόμενες στενά. Οι αλλαγές όμως δεν γίνονται σε μία νύχτα, καθώς σε όλες τις περιπτώσεις οι αλλαγές Συνθηκών χρειάστηκαν τουλάχιστον ένα – δύο χρόνια διαπραγματεύσεων.